- πάνωρος
- -ον, Ααυτός που παράγεται κάθε εποχή τού έτους.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + ὥρα (πρβλ. εύωρος, πολύ-ωρος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πανώρῳ — πάνωρος produced in every season masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek
πανώρωι — πανώρῳ , πάνωρος produced in every season masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)